Θαλασσόκοσμος
Η θάλασσα υπήρξε πάντα για τον άνθρωπο, πηγή ζωής, πλούτου και πολιτισμού. Αποτέλεσε κυρίαρχη έμπνευση ανθρώπων της τέχνης και της επιστήμης. Κανένα άλλο στοιχείο της φύσης δεν ενέπνευσε τόσο πολύ τους ποιητές, από ότι η θάλασσα.
Το "γαλάζιο όνειρο" του Νίκου Καζαντζάκη, χρωματίζει το πέρασμά μας από αυτόν τον κόσμο, με το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας.
Ο πραγματικός όμως κόσμος της θάλασσας δεν είναι αυτός που βλέπουμε παρατηρώντας την από τη στεριά. Δεν είναι αυτός που συναντάμε στους μεζέδες των ψαροτεβερνίων όπου συχνάζουμε. Δεν είναι στα σκάφη αναψυχής που κάποιοι νομίζουν ότι τους φέρνουν σε επαφή με το υγρό στοιχείο. Δεν είναι αυτός που αντικρίζουν οι διάφοροι ψαροντουφεκάδες – ελεύθεροι δύτες, υπερηφανευόμενοι για το μεγάλο ψάρι που κατάφεραν να παγιδεύσουν. Δεν είναι αυτός που λεηλατούν καθημερινά παράνομοι αλιείς για να βγάλουν καλή ,γρήγορη και εύκολη ψαριά.
Ο πραγματικός κόσμος της θάλασσας είναι ένας κόσμος που δίνει διαρκώς τη μάχη της επιβίωσης κάτω από το νερό.
Αυτή η μάχη που κερδίζεται καθημερινά είναι εκείνο το στοιχείο που τον κάνει μαγικό και υπέροχο. Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν αφουγκραστεί τον ήχο της ζωής κάτω από τα γαλάζια νερά, σίγουρα ο κόσμος αυτός θα ήταν καλύτερος!
ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ
|
|
Το Ελληνικό Θαλάσσιο Περιβάλλον
|
||||||||
Οι οικολογικές συνθήκες στη Μεσόγειο καθορίζουν τέσσερις τύπους ιδιαιτεροτήτων που επηρεάζουν τη βιοποικιλότητα (Bellan-Santini & Poisat 1994):
Τοπογραφικές. Η Μεσόγειος είναι μια βαθιά θάλασσα (μέσο βάθος 1500 μέτρα), ημίκλειστη, με στενή ηπειρωτική κρηπίδα. Τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά της Μεσογείου όχι μόνο ισχύουν, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις είναι περισσότερο έντονα στην Ελλάδα. Το Αιγαίο με όγκο 7,4χ10 4 κυβικά χιλιόμετρα είναι η τρίτη σε μέγεθος θάλασσα της Α. Μεσογείου, μετά το Ιόνιο και τη Λεβαντίνη. Χαρακτηρίζεται από έντονα πολύπλοκη ακτογραμμή, την ύπαρξη περισσοτέρων από 2000 νησιών και πολλών κόλπων. Το έντονο υποθαλάσσιο ανάγλυφο περιλαμβάνει εκτεταμένη ηπειρωτική κρηπίδα στο Θερμαϊκό, τη Σαμοθράκη, τη Λήμνο και τις Κυκλάδες, αλλά και βαθιές λεκάνες όπως την τάφρο του Β. Αιγαίου (μέγιστο βάθος 1600 μέτρα), τη λεκάνη της Χίου (μέγιστο βάθος 1160 μέτρα) και το Κρητικό Πέλαγος με δύο βαθιά σημεία προς τα Ανατολικά (2.561 και 2.295 μέτρα). Το Ελληνικό τμήμα του Ιονίου περιλαμβάνει την Ελληνική Τάφρο, με βαθύτερο σημείο έξω από τις ακτές της ΝΔ Πελοποννήσου (5.121 μέτρα), που είναι και το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου. Η Ελληνική Τάφρος συνεχίζεται κατά μήκος του Κρητικού Τόξου με βάθη συνήθως μεγαλύτερα από 4.000 μέτρα. Μεγάλα βάθη υπάρχουν επίσης στη Λεκάνη της Ρόδου (μέγιστο 4.433 μέτρα). Στην πολυπλοκότητα του υποθαλάσσιου αναγλύφου έρχεται να προστεθεί εκείνη των θαλασσίων μαζών, που ανάλογα με την προέλευσή τους έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, και είναι στο Αιγαίο (Stergiou et al . in press):
Η εικόνα του φυσικού θαλάσσιου περιβάλλοντος συμπληρώνεται από μια σύνθετη οριζόντια κυκλοφορία αλλά και εκτεταμένες αναβλύσεις βαθύτερων νερών προς στην επιφάνεια, όπως συμβαίνει το καλοκαίρι στο Α.Αιγαίο λόγω των ετησίων ανέμων. Τέλος, καταβυθίσεις επιφανειακών μαζών προσφέρουν οξυγόνο στα ενδιάμεσα και βαθύτερα νερά. Τα θρεπτικά άλατα του Αιγαίου είναι δώδεκα φορές λιγότερα από του Ατλαντικού και 3 φορές λιγότερα από του Ιονίου και της Λεβαντίνης. Τα ελληνικά πελάγη γενικά χαρακτηρίζονται ως ολιγοτροφικά. Εμπλουτισμός σε θρεπτικά παρατηρείται στους κόλπους, κυρίως στο Μαλιακό-Β. Ευβοϊκό, Ελευσίνας-Δ. Σαρωνικό, και λιγότερο στο Θερμαϊκό και τον κόλπο της Αλεξανδρούπολης. Οι υπόλοιποι κόλποι εμφανίζουν μια μικρή μόνο αύξηση σε σχέση με τις τιμές του ανοικτού πελάγους. Ανοξικές συνθήκες έχουν παρατηρηθεί κοντά στο βυθό το καλοκαίρι στον κόλπο της Ελευσίνας και το Θερμαϊκό (Stergiou et al . in press). |
||||||||
|
Ποικιλότητα θαλάσσιων βιοκοινωνιών
|
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για τα ειδικά βενθικά περιβάλλοντα των γεωθερμικών αναβλύσεων με υψηλή θερμοκρασία, αλατότητα και μεγάλες συγκεντρώσεις υδροθείου. Στην Ελλάδα υπάρχουν σε παράκτιες περιοχές και γύρω από νησιά όπως η Μήλος, η Σαντορίνη και η Νίσυρος. Η βενθική πανίδα μιας υδροθερμικής ανάβλυσης στο Παλαιοχώρι της Μήλου διαφοροποιείται σταδιακά από εκείνη του περιβάλλοντος χώρου όσο πλησιάζουμε προς το σημείο ανάβλυσης. Μόνο δύο είδη εμφανίζονται σταθερά στο σημείο ανάβλυσης που εκμεταλλεύονται την τροφή από νεκρά ή ημιθανή ζώα, λόγω της εκπομπής του τοξικού υδροθείου. Φαίνεται ότι στις παράκτιες αναβλύσεις του Αιγαίου η βιοκοινωνία δεν στηρίζεται σε βακτηριοφάγα είδη όπως συμβαίνει στις αναβλύσεις των μεγάλων βαθών που έχουν μέχρι τώρα μελετηθεί (Τhiermann et al . 1997). Όσον αφορά στο πλαγκτόν, η διάκριση σε βιοκοινωνίες παράκτιες και ανοιχτής θαλάσσης γενικά ισχύει. Όμως, όπως έχει φανεί μέχρι σήμερα, οι μάζες νερού με ιδιαίτερα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά, καθορίζουν τη σύνθεση των πλαγκτονικών βιοκοινωνιών με αποτέλεσμα οι τελευταίες να ακολουθούν την κατανομή των υδάτινων μαζών στο χώρο και το χρόνο. |
|
Ενδοειδική βιοποικιλότητα θαλασσίων οργανισμών |
|
|
Προκαταρκτική εκτίμηση της βιοποικιλότητας των Ελληνικών θαλασσών |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Συνολικά, έχουν αναφερθεί περισσότερα από 2.500 ζωοβενθικά, περίπου 452 φυτοβενθικά, 349 ζωοπλαγκτονικά και 334 φυτοπλαγκτονικά είδη. Πίνακας 7
* εκτίμηση Ο αριθμός των ζωοπλαγκτονικών ειδών είναι περιορισμένος γιατί οι υπάρχουσες πληροφορίες προέρχονται από ανάλυση μέρους των δειγμάτων (ιδιαίτερα στις παράκτιες περιοχές) με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τον κατάλογο των σπάνιων ειδών. Ένας άλλος σημαντικός λόγος είναι η έλλειψη πληροφοριών για πολλές ζωοπλαγκτονικές ομάδες (Μέδουσες, Βυτιοειδή, Σάλπες, Πτερόποδα Μαλάκια, πλαγκτονικοί Πολύχαιτοι καθώς επίσης και μεροπλαγκτονικές μορφές των Μαλακίων, Εχινοδέρμων, Πολυχαίτων, Ιχθύων, Δεκαπόδων, Ευφαυσεωδών κ.α.) επειδή δεν υπάρχουν ή σπανίζουν οι ειδικοί επιστήμονες που μελετούν τις ομάδες αυτές. Δεδομένου ότι τα Κωπήποδα αποτελούν τον κύριο όγκο των ζωοπλαγκτονικών δειγμάτων, οι Έλληνες επιστήμονες (όπως άλλωστε και οι ξένοι συνάδελφοι τους) ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τη μελέτη αυτής της ομάδας. Ιδιαίτερα για τις μεροπλαγκτονικές προνύμφες πρέπει να αναφερθεί ότι η συμβολή τους στη βιοποικιλότητα μιας περιοχής μεταβάλλεται εποχικά, ανάλογα με το βιολογικό κύκλο κάθε είδους της πανίδας του βένθους ή των ψαριών. Τέλος η υπάρχουσα πληροφορία για άλλες ομάδες όπως τους Κωπηλάτες, τα Χαιτόγναθα, τα Ευφαυσεώδη, τα Σιφωνοφόρα είναι αποσπασματική. Δυστυχώς και στην περίπτωση προσέγγισης της βιοποικιλότητας του φυτοπλαγκτού των Ελληνικών θαλασσών δεν έχουν δημοσιευτεί παρά ελάχιστες πληροφορίες δεδομένου ότι οι δημοσιευμένες εργασίες δεν έχουν ως στόχο την εκτίμηση της βιοποικιλότητας μιας περιοχής, αλλά στοχεύουν στη διερεύνηση ομοιοτήτων μεταξύ περιοχών. Έτσι τα αποτελέσματα παρουσιάζονται μετά από τη στατιστική επεξεργασία των βιοκοινωνιών. Τα δεδομένα που αναφέρονται στον Πίνακα 7 προέρχονται κυρίως από τεχνικές εκθέσεις και διδακτορικές διατριβές. Ο αριθμός των ειδών των Ελληνικών θαλασσών αυξάνεται σταθερά, λόγω της προσθήκης από την έρευνα σε μη μελετημένες παλαιότερα βαθυμετρικές ζώνες ή γεωγραφικές περιοχές. Το 1985 ο αριθμός των μακροζωοβενθικών ειδών είχε εκτιμηθεί σε 1910 είδη (Nicolaidou & Zenetos 1985). Ακόμα και σε μελετημένες περιοχές, ο αριθμός των ειδών που καταγράφονται αυξάνεται εκθετικά με σχέση με την αύξηση της δειγματοληπτικής προσπάθειας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην παρουσία πολλών σπάνιων ειδών των οποίων η πιθανότητα συλλογής αυξάνεται με την εντατικότερη δειγματοληψία. Η αλματώδης ανάπτυξη της θαλάσσιας βιολογίας τα τελευταία χρόνια συμβάλλει όλο και περισσότερο στην ανατροπή της καθιερωμένης μέχρι πρόσφατα αντίληψης ότι η Α. Μεσόγειος είναι φτωχή σε είδη. Η μελέτη κάθε ομάδας οργανισμών αποφέρει πρώτες αναφορές, όχι μόνο για την Ελλάδα και την Α. Μεσόγειο, αλλά και για ολόκληρη τη Μεσόγειο ακόμα και νέα είδη για την επιστήμη. Για παράδειγμα η μελέτη της πολυπληθούς ομάδας των Πολυχαίτων (776 Μεσογειακά είδη) απέφερε 56 νέες αναφορές για την Ελλάδα, 33 για την Ανατολική Μεσόγειο, 6 για τη Μεσόγειο και 3 νέα είδη (Σύμπουρα 1996). Παρόλα αυτά, για την απόκτηση ολοκληρωμένης πληροφορίας για τη βιοποικιλότητα, είναι ανάγκη να υποστηριχθούν προσπάθειες για μελέτες προσανατολισμένες στο θέμα, όπως, για παράδειγμα, η ολοκληρωμένη ανάλυση των δειγμάτων πλαγκτού. Στον ελλαδικό χώρο έχει καταγραφεί η πλειονότητα των μεσογειακών ειδών. Για παράδειγμα τα καλά μελετημένα Δίθυρα Μαλάκια αντιπροσωπεύονται στην Ελλάδα με 300 από τα 400 είδη της Μεσογείου (Zenetos 1997), τα Δεκάποδα Καρκινοειδή στο Αιγαίο με 242 από τα 328 (Koukouras et al. 1992, 1996a,b). Τα 3/4 των μεσογειακών ειδών ψαριών (638 είδη) έχουν αναφερθεί από τα ελληνικά νερά (Papakonstantinou 1988). Μικρότερη αντιπροσώπευση εμφανίζουν τα Eξακοράλλια (Ανθόζωα), από τα οπoία έχουν καταγραφεί 49 είδη στο Αιγαίο από ένα σύνολο 88 Μεσογειακών ειδών (Chintiroglou & Hartog 1995, Βαφείδης & Κούκουρας 1997). |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Λιμνοθάλασσες
|
||||||||||||||||||||
Λόγω της διαφορετικής μορφολογίας, του βαθμού αποκλεισμού από τη θάλασσα, του βαθμού και του τρόπου εκμετάλλευσής τους από τον άνθρωπο και της εισροής γλυκού νερού, φερτών υλικών και θρεπτικών από τη χέρσο, οι ελληνικές λιμνοθάλασσες, παρόλο που εμφανίζουν μερικά βασικά κοινά χαρακτηριστικά, αποτελούν η κάθε μια ένα ιδιαίτερο οικοσύστημα. Οι μελετημένες στην Ελλάδα λιμνοθάλασσες εμφανίζονται στον Πίνακα 10 (Reizopoulou et al. in press, Κουτσούμπας et al . 1997). Γενικά παρατηρείται ένας χαμηλός αριθμός μακροβενθικών ειδών σε σχέση με τη θάλασσα. Στον Αμβρακικό, η λιμνοθάλασσα Τσοπέλι εμφανίζεται σαφώς να πλεονεκτεί από την άποψη του αριθμού των μακροβενθικών ειδών και το φαινόμενο αυτό έχει αποδοθεί στην παρουσία φυτικής βλάστησης που προσφέρει ποικιλία ενδιαιτημάτων. Το Μεσολόγγι, η μεγαλύτερη ελληνική λιμνοθάλασσα, παρουσιάζει επίσης αυξημένη σχετικά βιοποικιλότητα που σχετίζεται με το μέγεθος και τη διαμόρφωσή της. Πίνακας 10
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα στοιχεία για το ζωοπλαγκτόν των ελληνικών λιμνοθαλασσών. Περιορισμένη πληροφορία υπάρχει για το Μεσολόγγι. Η αναγνώριση των ειδών είναι δύσκολη λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης βιβλιογραφίας για τα είδη λιμνοθαλασσών Μεσογείου. Δύο σημεία θα πρέπει να τονιστούν σε σχέση με την εκτιμούμενη βιοποικιλότητα στις λιμνοθάλασσες. Πρώτο, όπως είναι φανερό, λόγω της ζώνωσης τα στοιχεία θα πρέπει να προέρχονται από ένα καλά σχεδιασμένο δίκτυο σταθμών. Δεύτερο, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η έντονη εποχιακή διακύμανση του αριθμού των ζωοβενθικών ειδών. Το μέγιστο των ειδών εμφανίζεται το καλοκαίρι, μειώνεται έντονα το φθινόπωρο και σταδιακά αυξάνεται από το χειμώνα προς την άνοιξη. Έντονες επίσης διακυμάνσεις εμφανίζονται μεταξύ των ετών, είναι όμως μικρότερου εύρους από τις διακυμάνσεις στο χώρο. Είναι κατανοητό από τα παραπάνω, ότι διαχειριστικές επεμβάσεις στις λιμνοθάλασσες που στοχεύουν στην καλύτερη κυκλοφορία του θαλασσινού νερού, αυξάνουν τη βιοποικιλότητα σε βενθικούς και πλαγκτονικούς οργανισμούς. Για παράδειγμα, στο Τσοπέλι προστέθηκαν μέσα σε τέσσερα χρόνια 20 νέα είδη μακροζωοβένθους, και στο Βιβάρι του Αργολικού Κόλπου 18 (Πέτρου 1997). Όμως, η παράλληλη μείωση της βιομάζας μπορεί να επιδράσει αρνητικά και στους θηρευτές τους, τα ψάρια και τα πουλιά . Οι εκβολικές περιοχές μεγάλων ποταμών εμφανίζουν επίσης ελαττωμένη βιοποικιλότητα. Τα μόνα στοιχεία μακροβενθικης πανίδας προέρχονται από τη μελέτη της μεσοπαραλιακή ζώνης του Στρυμόνα και του εκβολικού συστήματος Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα, από όπου καταγράφηκαν 24 είδη. Στην υποπαραλιακή ζώνη του Στρυμόνα έχουν καταγραφεί 13 είδη ενώ πολύ καλύτερα συγκροτημένη εμφανίζεται εκείνη των εκβολών και λιμνοθαλασσών του Έβρου με 58 είδη (στον Γκούβη 1998). |
||||||||||||||||||||
|
Προστατευόμενες περιοχές |
|
Πηγή: Ζωολογικό μουσείο Πανεπιστημίου Αθηνών |